- τυλόπους
- -ουν, Ν(λόγιος τ.)1. (για ζώα) αυτός που έχει ογκώδες τύλωμα στο οπίσθιο άκρο τού πέλματός του2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλόποδα(ζωολ.-παλαιοντ.)υπόταξη αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, συγγενική με την υπόταξη μηρυκαστικά, με δακτυλοβάμονα είδη που φέρουν τρία ζεύγη κοπτήρων στην άνω σιαγόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + πους. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tylopoda].
Dictionary of Greek. 2013.